φωτισμός

φωτισμός
ο, ΝΜΑ [φωτίζω]
παροχή φωτός
νεοελλ.
1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά
2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός τής πόλης»)
3. φυσ. φωτομετρικό μέγεθος το οποίο αναφέρεται σε μια φωτιζόμενη επιφάνεια και ορίζεται ως ο λόγος τής φωτεινής ροής που αυτή δέχεται προς το μέγεθός της
4. φρ. α) «ενεργειακός φωτισμός»
φυσ. μέγεθος αναφερόμενο στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία την οποία δέχεται μια επιφάνεια και ορίζεται ως η ροή ενέργειας ανά μονάδα επιφανείας
β) «φυσικός φωτισμός»
φυσ. φωτισμός που οφείλεται στο φως τής ημέρας, στο ηλιακό φως
γ) «τεχνητός φωτισμός»
τεχνολ. φωτισμός που γίνεται με τεχνητές φωτεινές πηγές
δ) «θεωρία φωτισμού»
(φιλοσ.) ο ιλουμινισμός, μεταφυσικό και μυστικιστικό δόγμα, θεμελιωμένο στην πίστη σε έναν εσωτερικό φωτισμό που εκπορεύεται κατευθείαν από τον Θεό
νεοελλ.-μσν.
εκκλ.
1. μετάδοση πνευματικού φωτός μέσω τού μυστηρίου τού βαπτίσματος, φώτιση
2. φώτισμα, βάπτισμα
αρχ.
εκκλ. πνευματικό φως, η θεία χάρη («Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωτισμός — illumination masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμός — ο 1. η πράξη, το μέσο και ο τρόπος του να φωτίζει κάποιος. 2. (φυσ.), η ποσότητα φωτός, που δέχεται στο δευτερόλεπτο η μονάδα της επιφάνειας. 3. το πνευματικό φώτισμα που γίνεται με τη βάφτιση, το βάφτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτισμοῖς — φωτισμός illumination masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμοί — φωτισμός illumination masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμοῦ — φωτισμός illumination masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμούς — φωτισμός illumination masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμῶν — φωτισμός illumination masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμῷ — φωτισμός illumination masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτισμόν — φωτισμός illumination masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”